- Λήμνου
- Λή̱μνου , Λῆμνοςfrom Lemnosfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Μύρινα Λήμνου. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν ο ραδιοφωνικός σταθμός Λήμνου Η Φωνή της Εκκλησίας (FM 93), δύο βιβλιοθήκες (μητροπολιτικό μέγαρο και πνευματικό … Dictionary of Greek
Λήμνου, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (521 τ. χλμ.) του νομού Λέσβου με πρωτεύουσα τη Μύρινα. Βλ. λ. Λέσβου, νομός … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λήμνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου στεγάζεται στο διώροφο κτίριο του Διοικητηρίου της Τουρκοκρατίας, στη Μύρινα. Η πλούσια συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Λήμνο, που καλύπτουν χρονολογικά την ιστορία του νησιού από τη… … Dictionary of Greek
Limnos — Gemeinde Limnos Δήμος Λήμνου … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία — (Μύρινα Λήμνου 1933 –). Λογοτέχνης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της διορίστηκε υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου και αργότερα μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Παράλληλα με την εργασία της σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε ως… … Dictionary of Greek
Λημνιάδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Επρόκειτο για γυναίκες της Λήμνου, οι οποίες κάποτε έδειξαν ασέβεια προς την Αφροδίτη και τη λατρεία της. Για να τις τιμωρήσει, η θεά έκανε το σώμα τους να αναδίδει μία φοβερή δυσοσμία και οι σύζυγοί τους, μην μπορώντας να τις … Dictionary of Greek
Λήμνος — I Νησί (475,61 τ. χλμ., 18.104 κάτ.) του Βορείου Αιγαίου πελάγους. Μαζί με το νοτιότερο νησί Άγιος Ευστράτιος, αποτελούσε παλαιότερα επαρχία (521 τ. χλμ.) του νομού Λέσβου, στον οποίο υπάγεται διοικητικά και σήμερα. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η… … Dictionary of Greek
Μούδρος — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.039 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του ομώνυμου όρμου και στα ανατολικά του νησιού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Λέσβου. Κόλπος του M. Κόλπος της νότιας ακτής της Λήμνου,… … Dictionary of Greek